- ψυχοτροφώ
- -έω, Α [ψυχοτρόφος](συν. το παθ.) ψυχοτροφοῡμαι, -έομαιδιατηρούμαι στη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοτρόφῳ — ψυχότροφον neut dat sg ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)